εἰσιτήριον

εἰσιτήριον
εἰσιτήριος
belonging to entrance
masc/fem acc sg
εἰσιτήριος
belonging to entrance
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εισιτήριο — το (AM εἰσιτήριον) βλ. εισιτήριος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. είμι) …   Dictionary of Greek

  • εισιτήριος — ο (AM εἰσιτήριος, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην είσοδο, με τον οποίο παραχωρείται ή καθιερώνεται το δικαίωμα εισόδου (α. «εισιτήριοι εξετάσεις» εισαγωγικές εξετάσεις β. «εισιτήριος λόγος» εναρκτήριος λόγος γ. «εἰσιτήριοι θυσίαι»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”